προσεισκρίνω

προσεισκρίνω
Α
1. εισάγω επί πλέον, κυρίως σε δοχείο («πολὺ προσεισκρινεῑ πνεῡμα», Ήρων)
2. παθ. προσεισκρίνομαι
εισέρχομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εἰσκρίνω «εισάγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”